Вдосконалити грецькою
Переклад: вдосконалити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Інші мови
Споріднені слова: вдосконалити
удосконалити текст, вдосконалити перевод, вдосконалити на русском, вдосконалити режим праці й відпочинку, вдосконалення синоніми, вдосконалити мовний словник грецька, вдосконалити грецькою
Переклади
- вдовольняти грецькою - χορήγηση, προμήθεια, παροχή, παρέχω, πραγματοποιώ, εκπληρώνω, vdovolnyaty
- вдосконаленню грецькою - ικανός, τελειότητα, τελειότητας, την τελειότητα, τελειοποίηση, τέλεια
- вдосконалювати грецькою - ραφινάτος, καλλιεργημένος, εκλεπτυσμένος, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, ...
- вдування грецькою - εμφύσηση, εμφύσησης, εμφυσήσεως, την εμφύσηση, εισπνοής
Випадкові слова
Вдосконалити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Переклади: καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν