Вдування грецькою
Переклад: вдування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εμφύσηση, εμφύσησης, εμφυσήσεως, την εμφύσηση, εισπνοής
Інші мови
Споріднені слова: вдування
пиловугільне вдування, вдування мовний словник грецька, вдування грецькою
Переклади
- вдосконалити грецькою - καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, ...
- вдосконалювати грецькою - ραφινάτος, καλλιεργημένος, εκλεπτυσμένος, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, ...
- вдягнений грецькою - κτηνίατρος, ντυμένος, ντυμένοι, δέψη
- вдягти грецькою - τεθεί σε, θέσει σε, που διατίθενται στην, τίθεται σε, διατεθεί στην
Випадкові слова
Вдування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εμφύσηση, εμφύσησης, εμφυσήσεως, την εμφύσηση, εισπνοής
Переклади: εμφύσηση, εμφύσησης, εμφυσήσεως, την εμφύσηση, εισπνοής