Вдягти грецькою
Переклад: вдягти, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τεθεί σε, θέσει σε, που διατίθενται στην, τίθεται σε, διατεθεί στην
Інші мови
Споріднені слова: вдягти
вдягти мовний словник грецька, вдягти грецькою
Переклади
- вдування грецькою - εμφύσηση, εμφύσησης, εμφυσήσεως, την εμφύσηση, εισπνοής
- вдягнений грецькою - κτηνίατρος, ντυμένος, ντυμένοι, δέψη
- вдячний грецькою - ευγνώμων, ευγνώμονες, ευγνωμοσύνη, ευχαριστώ, ήμουν ευγνώμων
- вдячність грецькою - ευγνωμοσύνη, αναγνώριση, εκτίμηση, ανατίμηση, εκτίμησή, την εκτίμησή, εκτίμησης
Випадкові слова
Вдягти грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τεθεί σε, θέσει σε, που διατίθενται στην, τίθεται σε, διατεθεί στην
Переклади: τεθεί σε, θέσει σε, που διατίθενται στην, τίθεται σε, διατεθεί στην