Вести грецькою
Переклад: вести, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διεξάγω, συμπεριφορά, οδηγώ, διαγωγή, φέρσιμο, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: вести
вести радио, вести фм, вести ру, вести недели, вести киселев, вести мовний словник грецька, вести грецькою
Переклади
- веснянкуватий грецькою - φακιδωμένος, φακίδες, τις φακίδες, με τις φακίδες
- вестготи грецькою - όραμα, όραση, Βησιγότθων, Βησιγότθους, Βησιγότθοι, των Βησιγότθων, Βισιγότθων
- вестибуль грецькою - αίθουσα, λόμπι, lobby, λόμπι του, του λόμπι
- весь грецькою - ζωηρός, κάθε, ολόκληρος, όλα, όλες, όλοι, όλων, ...
Випадкові слова
Вести грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διεξάγω, συμπεριφορά, οδηγώ, διαγωγή, φέρσιμο, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Переклади: διεξάγω, συμπεριφορά, οδηγώ, διαγωγή, φέρσιμο, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά