Взаємозалежний грецькою
Переклад: взаємозалежний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αλληλοεξαρτώμενος, αλληλοεξαρτώμενες, αλληλεξαρτώμενες, αλληλοεξαρτώμενα, αλληλεξαρτώνται
Інші мови
Споріднені слова: взаємозалежний
взаємозалежний мовний словник грецька, взаємозалежний грецькою
Переклади
- взаємодію грецькою - ρεσιτάλ, αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, η αλληλεπίδραση, της αλληλεπίδρασης
- взаємодія грецькою - ρεσιτάλ, αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, η αλληλεπίδραση, της αλληλεπίδρασης
- вздовж грецькою - κατά μήκος, μαζί, μήκος, κατά μήκος της
- взнати грецькою - αναγνώριση, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
Випадкові слова
Взаємозалежний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αλληλοεξαρτώμενος, αλληλοεξαρτώμενες, αλληλεξαρτώμενες, αλληλοεξαρτώμενα, αλληλεξαρτώνται
Переклади: αλληλοεξαρτώμενος, αλληλοεξαρτώμενες, αλληλεξαρτώμενες, αλληλοεξαρτώμενα, αλληλεξαρτώνται