Вигадливий грецькою
Переклад: вигадливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μικροπρεπής, εκκεντρικός, ιδιότροπος, απίθανος, φαντασία, φανταχτερό, φανταχτερά, fancy, φανταχτερή
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: вигадливий
вигадливий ідальго дон кіхот ламанчський, вигадливий мовний словник грецька, вигадливий грецькою
Переклади
- вигадати грецькою - απολαβή, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
- вигадка грецькою - κουραφέξαλα, φαντασία, υπεκφεύγω, τέχνασμα, αερολογώ, κατασκεύασμα, κατασκευή, ...
- вигадувати грецькою - κατασκευάζω, επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
- виганяти грецькою - στρίβω, εξορίζω, σειρά, εκτοξεύω, φυγάς, εξορία, στροφή, ...
Випадкові слова
Вигадливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μικροπρεπής, εκκεντρικός, ιδιότροπος, απίθανος, φαντασία, φανταχτερό, φανταχτερά, fancy, φανταχτερή
Переклади: μικροπρεπής, εκκεντρικός, ιδιότροπος, απίθανος, φαντασία, φανταχτερό, φανταχτερά, fancy, φανταχτερή