Видобуток грецькою
Переклад: видобуток, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
παραγωγή, τρόπαιο, λαγκάδα, κύπελλο, λαγκάδι, φαράγγι, ρεματιά, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: видобуток
видобуток сланцевого газу, видобуток вугілля, видобуток нафти в україні 2013, видобуток бурштину, видобуток газу, видобуток мовний словник грецька, видобуток грецькою
Переклади
- видобування грецькою - φαράγγι, ρεματιά, λαγκάδι, παίρνω, λαγκάδα, κύπελλο, τρόπαιο, ...
- видобути грецькою - βγάζω, αποσπώ, επιφέρω, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, ...
- видовбувати грецькою - σκαρπέλο, τρυπώντας, γλύφανο, εκσκαφής, κοίλο κοπτικό εργαλείο
- видовження грецькою - επιμήκυνση, επιμήκυνσης, επιμηκύνσεως, την επιμήκυνση, η επιμήκυνση
Випадкові слова
Видобуток грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: παραγωγή, τρόπαιο, λαγκάδα, κύπελλο, λαγκάδι, φαράγγι, ρεματιά, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
Переклади: παραγωγή, τρόπαιο, λαγκάδα, κύπελλο, λαγκάδι, φαράγγι, ρεματιά, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή