Вимисел грецькою
Переклад: вимисел, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φαντασία, ανακάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: вимисел
вимисел і домисел у журналістиці, вимисел чи реальність, вимисел художній, вимисел літературі, вимисел у літературі, вимисел мовний словник грецька, вимисел грецькою
Переклади
- вимикання грецькою - κλείσιμο, τερματισμού, διακοπή λειτουργίας, τερματισμού λειτουργίας, shutdown
- вимирання грецькою - αφανισμός, εξαφάνιση, εξάλειψη, εξαφάνισης, απόσβεσης, απόσβεση
- вимкнено грецькою - μακριά, ανάπηρος, ειδικές ανάγκες, αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία
- вимкнути грецькою - μακριά, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, απενεργοποίηση, να απενεργοποιήσετε, απενεργοποιείτε
Випадкові слова
Вимисел грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φαντασία, ανακάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
Переклади: φαντασία, ανακάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη