Вимкнути грецькою
Переклад: вимкнути, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μακριά, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, απενεργοποίηση, να απενεργοποιήσετε, απενεργοποιείτε
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: вимкнути
вимкнути безпечний пошук, вимкнути світло правильно, вимкнути автозапуск, вимкнути опера турбо, вимкнути переадресацію, вимкнути мовний словник грецька, вимкнути грецькою
Переклади
- вимисел грецькою - φαντασία, ανακάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
- вимкнено грецькою - μακριά, ανάπηρος, ειδικές ανάγκες, αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία
- вимова грецькою - τόνος, προφορά, την προφορά, εκφώνηση, προφορά της λέξης, προφοράς
- вимови грецькою - απόδειξη, πειστήριο, προφορά, την προφορά, προφοράς, εκφώνηση, Η προφορά
Випадкові слова
Вимкнути грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μακριά, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, απενεργοποίηση, να απενεργοποιήσετε, απενεργοποιείτε
Переклади: μακριά, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, απενεργοποίηση, να απενεργοποιήσετε, απενεργοποιείτε