Виправний грецькою
Переклад: виправний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πειθαρχικός, αποκαθιστώ, επανορθώνω, μεταρρυθμιστικός, σωφρονιστήριο, αναμορφωτικά, αναμορφωτήριο, αναμορφωτικό
Інші мови
Споріднені слова: виправний
виправний центр 118, виправний кодекс україни, виправний брак це, виправний брак, виправний центр 131, виправний мовний словник грецька, виправний грецькою
Переклади
- виправлятися грецькою - διορθώθηκε, διορθωθεί, διορθωμένη, διορθώνονται, διορθώνεται
- виправляє грецькою - διορθώσεις, επιδιορθώσεις, καθορίζει, διορθώνει, ενημερώσεις κώδικα
- випробний грецькою - δίκη, δοκιμασία, δοκιμασίας, δοκιμαστική, δοκιμαστικής, δόκιμος, δόκιμο
- випробовування грецькою - δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, τεστ
Випадкові слова
Виправний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πειθαρχικός, αποκαθιστώ, επανορθώνω, μεταρρυθμιστικός, σωφρονιστήριο, αναμορφωτικά, αναμορφωτήριο, αναμορφωτικό
Переклади: πειθαρχικός, αποκαθιστώ, επανορθώνω, μεταρρυθμιστικός, σωφρονιστήριο, αναμορφωτικά, αναμορφωτήριο, αναμορφωτικό