Вистукувати грецькою
Переклад: вистукувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γερός, φωνή, ήχος, τύμπανο, τυμπάνου, το τύμπανο, του τυμπάνου, τύμπανου
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: вистукувати
вистукувати мовний словник грецька, вистукувати грецькою
Переклади
- вистилати грецькою - λιθοστρώνω, είσοδος, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, εισαγωγή
- вистрілити грецькою - βλαστός, εκτινάσσω, πυροβολώ, φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, ...
- виступ грецькою - φρύδι, διεύθυνση, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση
- виступати грецькою - εμφανίζομαι, φαίνομαι, διαφαίνομαι, μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, ...
Випадкові слова
Вистукувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γερός, φωνή, ήχος, τύμπανο, τυμπάνου, το τύμπανο, του τυμπάνου, τύμπανου
Переклади: γερός, φωνή, ήχος, τύμπανο, τυμπάνου, το τύμπανο, του τυμπάνου, τύμπανου