Виточити грецькою
Переклад: виточити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λιώνω, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, σκαλισμένα, σκαλιστά, σκαλιστό, λαξευμένη, σκαλισμένο
Інші мови
Споріднені слова: виточити
виточити деталь, як виточити, виточити мовний словник грецька, виточити грецькою
Переклади
- витончений грецькою - μαλθακός, φίνος, ωραίος, λουσάτος, λεπτός, ευγενικός, αψίκορος, ...
- витонченість грецькою - ακριβολογία, επιτήδευση, εκλέπτυνση, πολυπλοκότητα, πολυπλοκότητας, την εκλέπτυνση
- виточка грецькою - ξεπετάγομαι, βέλος, βελάκι, βελών, εκτόξευσης βελών, εκτόξευσης βελών που
- витравляти грецькою - διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσουν, διαβρωθούν, διαβρώσει, διαβρώνονται
Випадкові слова
Виточити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λιώνω, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, σκαλισμένα, σκαλιστά, σκαλιστό, λαξευμένη, σκαλισμένο
Переклади: λιώνω, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, σκαλισμένα, σκαλιστά, σκαλιστό, λαξευμένη, σκαλισμένο