Властиве грецькою
Переклад: властиве, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σωστά, ευπρεπέστατα, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: властиве
багатобожжя властиве, властиве науковому мисленню, авангардизму властиве, властиве слову звичайне значення, властиве мовний словник грецька, властиве грецькою
Переклади
- власниця грецькою - ιδιοκτήτις, ιδιοκτήτρια, proprietress, ιδιοκτήτριας
- власність грецькою - ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο
- властивим грецькою - χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
- властивих грецькою - κληρονομώ, συμφυής, εγγενείς, εγγενή, εγγενής, εγγενούς
Випадкові слова
Властиве грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σωστά, ευπρεπέστατα, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
Переклади: σωστά, ευπρεπέστατα, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά