Властивою грецькою
Переклад: властивою, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Інші мови
Споріднені слова: властивою
властивою мовний словник грецька, властивою грецькою
Переклади
- властивого грецькою - κληρονομώ, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
- властивому грецькою - κληρονομώ, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
- властивій грецькою - κληρονομώ, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
- властивість грецькою - ιδιότητα, συνήθεια, έξη, γνώρισμα, έλξη, αποδίδω, αγχιστεία, ...
Випадкові слова
Властивою грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Переклади: συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη