Вливатися грецькою
Переклад: вливатися, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ξεπροβάλλω, ξεχύνω, εκβάλλουν, να εκβάλλουν, ξεπρόβαλλαν οι
Інші мови
Споріднені слова: вливатися
вливатися мовний словник грецька, вливатися грецькою
Переклади
- влаштування грецькою - σύστημα, τοποθέτηση, τοποθέτησης, την τοποθέτηση, μπεί τελικά, θα μπεί τελικά
- вливатись грецькою - ξεπροβάλλω, ξεχύνω, εκβάλλουν, να εκβάλλουν, ξεπρόβαλλαν οι
- влучний грецькою - ευαίσθητος, προσεκτικός, σαφής, οριστικός, αυστηρός, ρητός, κατηγορηματικός, ...
- влюбливий грецькою - ερωτικός, ερωτευμένος, ερωτικές, ερωτική, ερωτικό
Випадкові слова
Вливатися грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ξεπροβάλλω, ξεχύνω, εκβάλλουν, να εκβάλλουν, ξεπρόβαλλαν οι
Переклади: ξεπροβάλλω, ξεχύνω, εκβάλλουν, να εκβάλλουν, ξεπρόβαλλαν οι