Влучний грецькою
Переклад: влучний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ευαίσθητος, προσεκτικός, σαφής, οριστικός, αυστηρός, ρητός, κατηγορηματικός, ακριβής, καλά κατευθυνόμενη, καλά στοχευμένες, οι καλά στοχευμένες, είναι καλά εστιασμένος, καλά εστιασμένος
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: влучний
влучний перевод, влучний стрілець, влучний кидок, влучний стрілок, влучний постріл добрині став, влучний мовний словник грецька, влучний грецькою
Переклади
- вливатись грецькою - ξεπροβάλλω, ξεχύνω, εκβάλλουν, να εκβάλλουν, ξεπρόβαλλαν οι
- вливатися грецькою - ξεπροβάλλω, ξεχύνω, εκβάλλουν, να εκβάλλουν, ξεπρόβαλλαν οι
- влюбливий грецькою - ερωτικός, ερωτευμένος, ερωτικές, ερωτική, ερωτικό
- вмерти грецькою - φύση, μακριά, ανάσα, αναπνοή, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, ...
Випадкові слова
Влучний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ευαίσθητος, προσεκτικός, σαφής, οριστικός, αυστηρός, ρητός, κατηγορηματικός, ακριβής, καλά κατευθυνόμενη, καλά στοχευμένες, οι καλά στοχευμένες, είναι καλά εστιασμένος, καλά εστιασμένος
Переклади: ευαίσθητος, προσεκτικός, σαφής, οριστικός, αυστηρός, ρητός, κατηγορηματικός, ακριβής, καλά κατευθυνόμενη, καλά στοχευμένες, οι καλά στοχευμένες, είναι καλά εστιασμένος, καλά εστιασμένος