Вмістище грецькою
Переклад: вмістище, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
δοχείο, περιέκτη, δοχείου, περιέκτης, εμπορευματοκιβωτίων
Інші мови
Споріднені слова: вмістище
вмістище мовний словник грецька, вмістище грецькою
Переклади
- вмістилище грецькою - αποθήκη, αποθετήριο, αρχείο καταγραφής, χώρο αποθήκευσης, repository
- вмістища грецькою - υποδοχή, λήψη, ρεσεψιόν, εμπορευματοκιβώτια, δοχεία, εμπορευματοκιβωτίων, περιέκτες, ...
- вміти грецькою - κουτί, ικανός, μπορώ, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, ...
- вмішуватися грецькою - λαθροκυνηγός, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται
Випадкові слова
Вмістище грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: δοχείο, περιέκτη, δοχείου, περιέκτης, εμπορευματοκιβωτίων
Переклади: δοχείο, περιέκτη, δοχείου, περιέκτης, εμπορευματοκιβωτίων