Вміщувати грецькою
Переклад: вміщувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αναχαιτίζω, περιέχω, περιλαμβάνω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: вміщувати
вміщувати мовний словник грецька, вміщувати грецькою
Переклади
- вміщати грецькою - αναχαιτίζω, περιλαμβάνω, περιέχω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, ...
- вміщення грецькою - εξυπηρετώ, στεγάζω, διάθεση, τοποθέτηση, διάθεσης, κυκλοφορία, τη διάθεση
- внаслідок грецькою - γιατί, διότι, εξαιτίας, λόγω της, λόγω των, λόγω του, εξαιτίας της
- внесок грецькою - παράδειγμα, συνδρομή, περίπτωση, συνεισφορά, συμβολή, συνεισφοράς, εισφορά, ...
Випадкові слова
Вміщувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αναχαιτίζω, περιέχω, περιλαμβάνω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Переклади: αναχαιτίζω, περιέχω, περιλαμβάνω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει