Войовничість грецькою
Переклад: войовничість, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μαχητικότητα, μαχητικότητας, Η αγωνιστικότητα, Η αγωνιστικότητα της, αγωνιστικότητα της
Інші мови
Споріднені слова: войовничість
войовничість мовний словник грецька, войовничість грецькою
Переклади
- войовничий грецькою - μαχητικός, στρατευμένος, μαχητική, μαχητικές, στρατευμένη
- войовничо грецькою - στρατιωτικά, στρατιωτική, στρατιωτικής, στρατιωτικό, στρατιωτικώς
- вокалізація грецькою - εκφώνηση, φωνοποίηση, τραγούδημα, φώνηση, φώνησης
- вокаліст грецькою - τραγουδιστής, αοιδός, τραγουδιστή, τραγουδίστρια, φωνητικά
Випадкові слова
Войовничість грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μαχητικότητα, μαχητικότητας, Η αγωνιστικότητα, Η αγωνιστικότητα της, αγωνιστικότητα της
Переклади: μαχητικότητα, μαχητικότητας, Η αγωνιστικότητα, Η αγωνιστικότητα της, αγωνιστικότητα της