Впертий грецькою

Переклад: впертий, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ηλίθιος, ισχυρογνώμονας, θέληση, γαϊδουρινός, πεισματάρης, διαθήκη, ανυπόμονος, προαίρεση, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο
Впертий грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: впертий

впертий англійською, впертий як осел, впертий на русском, впертий братик, впертий по русски, впертий мовний словник грецька, впертий грецькою

Переклади

  • вперед грецькою - μπρος, μπροστινός, εμπρός, πριν, προς τα εμπρός, μπροστά, τα εμπρός, ...
  • вперед-назад грецькою - εμπρός και πίσω, πέρα δώθε, μπροστά και πίσω, και πίσω
  • вперто грецькою - πεισματικά, με πείσμα, επίμονα, πείσμα, επίμονη
  • впертість грецькою - επιβάλλω, ζεσταίνω, πείσμα, το πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, επιμονή, πείσματος
Випадкові слова
Впертий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ηλίθιος, ισχυρογνώμονας, θέληση, γαϊδουρινός, πεισματάρης, διαθήκη, ανυπόμονος, προαίρεση, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο