Впокорений грецькою
Переклад: впокорений, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αναγωγή, περιστολή, μείωση, συντετριμμένος, συντετριμμένη, συντετριμμένο, μεταμελημένος, μεταμελημένο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: впокорений
впокорений мовний словник грецька, впокорений грецькою
Переклади
- вповні грецькою - πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, την πλήρη
- вподобання грецькою - ουρανίσκος, υπερώα, προτιμήσεις, προτιμήσεων, τις προτιμήσεις, προτιμήσεις που, προτιμήσεις των
- впоперек грецькою - απέναντι, σε όλη, σε ολόκληρη, σε όλη την, σε όλον
- впорскування грецькою - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Випадкові слова
Впокорений грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αναγωγή, περιστολή, μείωση, συντετριμμένος, συντετριμμένη, συντετριμμένο, μεταμελημένος, μεταμελημένο
Переклади: αναγωγή, περιστολή, μείωση, συντετριμμένος, συντετριμμένη, συντετριμμένο, μεταμελημένος, μεταμελημένο