Вправний грецькою
Переклад: вправний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αποτελεσματικός, πονηρός, πρόχειρος, δύσκολος, εύχρηστος, αποδοτικός, επιτήδειος, έξυπνος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: вправний
вправний господар, антонім вправний, вправний значення, вправний на русском, вправний перевод, вправний мовний словник грецька, вправний грецькою
Переклади
- вправа грецькою - άσκηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
- вправляти грецькою - άσκηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
- вправність грецькою - δεξιοτεχνία, επιστήμη, επιτηδειότητα, επιδεξιότητα, επιτηδιότητα
- вприскування грецькою - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Випадкові слова
Вправний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αποτελεσματικός, πονηρός, πρόχειρος, δύσκολος, εύχρηστος, αποδοτικός, επιτήδειος, έξυπνος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα
Переклади: αποτελεσματικός, πονηρός, πρόχειρος, δύσκολος, εύχρηστος, αποδοτικός, επιτήδειος, έξυπνος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα