Вприскування грецькою
Переклад: вприскування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Інші мови
Споріднені слова: вприскування
вприскування мовний словник грецька, вприскування грецькою
Переклади
- вправний грецькою - αποτελεσματικός, πονηρός, πρόχειρος, δύσκολος, εύχρηστος, αποδοτικός, επιτήδειος, ...
- вправність грецькою - δεξιοτεχνία, επιστήμη, επιτηδειότητα, επιδεξιότητα, επιτηδιότητα
- впровадження грецькою - διασκευή, προσαρμογή, εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
- впроваджувати грецькою - εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόζουν
Випадкові слова
Вприскування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Переклади: ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης