Врядування грецькою
Переклад: врядування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τιμόνι, γραφείο, πηδάλιο, κυρίαρχος, θώκος, διακυβέρνηση, διακυβέρνησης, της διακυβέρνησης, τη διακυβέρνηση, διαχείρισης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: врядування
демократичне врядування, врядування в школі, врядування вікіпедія, учнівське врядування, врядування класу, врядування мовний словник грецька, врядування грецькою
Переклади
- врожай грецькою - κουρεύω, τρύγος, θερίζω, σοδειά, συγκομιδή, συγκομιδής, τη συγκομιδή, ...
- вручення грецькою - δέσμευση, παράδοση, παραλαβή, διανομή, παράδοσης, παροχής, παροχή
- врівноважений грецькою - ισορροπημένη, ισόρροπη, ισορροπημένο, ισόρροπης, ισορροπημένης
- врівноваження грецькою - ησυχασμός, γαλήνη, ηρεμία, εξισορρόπηση, εξισορρόπησης, στάθμιση, ζυγοστάθμισης, ...
Випадкові слова
Врядування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τιμόνι, γραφείο, πηδάλιο, κυρίαρχος, θώκος, διακυβέρνηση, διακυβέρνησης, της διακυβέρνησης, τη διακυβέρνηση, διαχείρισης
Переклади: τιμόνι, γραφείο, πηδάλιο, κυρίαρχος, θώκος, διακυβέρνηση, διακυβέρνησης, της διακυβέρνησης, τη διακυβέρνηση, διαχείρισης