Вставляти грецькою
Переклад: вставляти, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εσωκλείω, ενσωματώνω, μπήγω, συμπεριλαμβάνω, περιζώνω, περιλαμβάνω, περικλείω, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, εισαγωγή, τοποθετήσετε
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: вставляти
вставляти зуби, вставляти палицю в колеса, вставляти шибки, вставляти палиці в колеса, вставляти палиці в колеса значення, вставляти мовний словник грецька, вставляти грецькою
Переклади
- вставки грецькою - εισαγωγή, παρεμβολή, εισαγωγής, την εισαγωγή, προσθήκη
- вставлення грецькою - προσθήκη, καταχώρηση, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, εισαγωγή, τοποθετήσετε
- вставте грецькою - εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, εισαγωγή, τοποθετήσετε
- встановити грецькою - υπόλειμμα, ίχνος, περιοχή, ανακαλύπτω, ανιχνεύω, σετ, σύνολο, ...
Випадкові слова
Вставляти грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εσωκλείω, ενσωματώνω, μπήγω, συμπεριλαμβάνω, περιζώνω, περιλαμβάνω, περικλείω, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, εισαγωγή, τοποθετήσετε
Переклади: εσωκλείω, ενσωματώνω, μπήγω, συμπεριλαμβάνω, περιζώνω, περιλαμβάνω, περικλείω, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, εισαγωγή, τοποθετήσετε