Вступати грецькою
Переклад: вступати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κατατάσσομαι, εξασφαλίζω, εντάσσω, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την
Інші мови
Споріднені слова: вступати
поступати словник, вступати синоніми, вступати до університету, вступати чи поступати, вступати в шлюб, вступати мовний словник грецька, вступати грецькою
Переклади
- встати грецькою - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, ...
- вступ грецькою - ομολογία, παραδοχή, είσοδος, πρωτοβουλία, ένταξη, προσχώρηση, προσχώρησης, ...
- вступи грецькою - εισαγωγικός, εισαγωγές, εισαγωγή, εισαγωγών, τις εισαγωγές, εισαγωγές στην
- вступний грецькою - εισάγω, εμφυσώ, πρόωρος, εισαγωγικό, εισαγωγική, εισαγωγικές, εισαγωγή, ...
Випадкові слова
Вступати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κατατάσσομαι, εξασφαλίζω, εντάσσω, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την
Переклади: κατατάσσομαι, εξασφαλίζω, εντάσσω, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την