Відбивати грецькою
Переклад: відбивати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πόροι, εικόνα, δέρνω, νικώ, είδωλο, χτυπώ, απίθανος, αντίσταση, αντοχή, αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, αντανακλά, απεικονίζουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: відбивати
відбивати синоніми, відбивати мовний словник грецька, відбивати грецькою
Переклади
- від'ємний грецькою - αρνητικός, αρνητική, αρνητικές, αρνητικό, αρνητικά
- відбивання грецькою - χτύπημα, ήττα, ξυλοδαρμό, ξυλοδαρμός, παλλόμενη
- відбивна грецькою - τσεκουριά, κόβω, τεμαχίζω, μπριζόλα, ψιλοκόψτε, τεμαχίσει, τεμαχίστε
- відбивний грецькою - ανακλαστικός, αντανακλαστική, ανακλαστική, ανακλαστικό, αντανακλαστικό
Випадкові слова
Відбивати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πόροι, εικόνα, δέρνω, νικώ, είδωλο, χτυπώ, απίθανος, αντίσταση, αντοχή, αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, αντανακλά, απεικονίζουν
Переклади: πόροι, εικόνα, δέρνω, νικώ, είδωλο, χτυπώ, απίθανος, αντίσταση, αντοχή, αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, αντανακλά, απεικονίζουν