Віха грецькою
Переклад: віха, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κούρνια, πάσσαλος, ορόσημο, αξιοθέατο, σημείο ενδιαφέροντος, σε σημείο ενδιαφέροντος
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: віха
адольф віха, віха отруйна, віха з гілки дерева, віха словник, віха це, віха мовний словник грецька, віха грецькою
Переклади
- віття грецькою - όπλο, χέρι, μπράτσο, υποκατάστημα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου, ...
- вітчизняний грецькою - ιθαγενής, σπίτι, ντόπιος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
- вічко грецькою - μάτι, οφθαλμός, τρύπα, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
- вічний грецькою - ενδελεχής, παντοτινός, αιώνιος, αιώνια, αιώνιο, την αιώνια, αιώνιας
Випадкові слова
Віха грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κούρνια, πάσσαλος, ορόσημο, αξιοθέατο, σημείο ενδιαφέροντος, σε σημείο ενδιαφέροντος
Переклади: κούρνια, πάσσαλος, ορόσημο, αξιοθέατο, σημείο ενδιαφέροντος, σε σημείο ενδιαφέροντος