Гарт грецькою
Переклад: гарт, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φοβερός, φρικιαστικός, σκλήρυνση, σκλήρυνσης, τη σκλήρυνση, σκληρύνσεως, της σκλήρυνσης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: гарт
гарт брукс, гарт сверхъестественное, гарт харьков, гарт світязь, гарт никс, гарт мовний словник грецька, гарт грецькою
Переклади
- гарпуни грецькою - καμάκια, καμάκι, ψαροντούφεκα, τα καμάκια
- гарпія грецькою - άρπυια, στρίγκλα, Αρπύια, Άρπυιες, στρίγκλα που
- гартований грецькою - με διάθεση, σκληρυμένο, tempered, μετριάζεται, μετριασμένο
- гартувати грецькою - παγερός, καταψύχω, ρίγος, ανατριχίλα, σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, ...
Випадкові слова
Гарт грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φοβερός, φρικιαστικός, σκλήρυνση, σκλήρυνσης, τη σκλήρυνση, σκληρύνσεως, της σκλήρυνσης
Переклади: φοβερός, φρικιαστικός, σκλήρυνση, σκλήρυνσης, τη σκλήρυνση, σκληρύνσεως, της σκλήρυνσης