Гомеопат грецькою
Переклад: гомеопат, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ομοιοπαθητικός, ομοιοπαθητικό, ομοιοπαθητικού, τον ομοιοπαθητικό, ο ομοιοπαθητικός
Інші мови
Споріднені слова: гомеопат
гомеопат киев отзывы, гомеопат харьков, гомеопат дегтярева, гомеопат коломиец, гомеопат рівне, гомеопат мовний словник грецька, гомеопат грецькою
Переклади
- голівка грецькою - μύτη, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι
- гоління грецькою - ξύρισμα, ξυρίσματος, Το ξύρισμα, ξυριστική, του ξυρίσματος
- гомеопатичний грецькою - ομοιοπαθητικός, ομοιοπαθητικά, ομοιοπαθητικών, τα ομοιοπαθητικά, ομοιοπαθητικό
- гомеопатія грецькою - ομοιοπαθητική, ομοιοπαθητικής, η ομοιοπαθητική, την ομοιοπαθητική, της ομοιοπαθητικής
Випадкові слова
Гомеопат грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ομοιοπαθητικός, ομοιοπαθητικό, ομοιοπαθητικού, τον ομοιοπαθητικό, ο ομοιοπαθητικός
Переклади: ομοιοπαθητικός, ομοιοπαθητικό, ομοιοπαθητικού, τον ομοιοπαθητικό, ο ομοιοπαθητικός