Дегазує грецькою
Переклад: дегазує, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
απαερίστηκε, εξαεριώθηκαν, απαεριωθείσης, απαερώνεται, απαεριώνεται
Інші мови
Споріднені слова: дегазує
дегазує мовний словник грецька, дегазує грецькою
Переклади
- дегазувати грецькою - απολυμαίνω, την απολύμανση, την απολύμανση των, απολυμάνετε, απολυμάνουν
- дегазуйте грецькою - απαερίστηκε, εξαεριώθηκαν, απαεριωθείσης, απαερώνεται, απαεριώνεται
- дегенерат грецькою - εκφυλίζομαι, έκφυλος, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
- дегенеративність грецькою - εκφυλισμό, εκφυλισμού, εκφυλισμός, του εκφυλισμού, τον εκφυλισμό
Випадкові слова
Дегазує грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: απαερίστηκε, εξαεριώθηκαν, απαεριωθείσης, απαερώνεται, απαεριώνεται
Переклади: απαερίστηκε, εξαεριώθηκαν, απαεριωθείσης, απαερώνεται, απαεριώνεται