Денною грецькою
Переклад: денною, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πλήρους απασχόλησης, με πλήρες ωράριο, πλήρη απασχόληση, πλήρους, πλήρες ωράριο
Інші мови
Споріднені слова: денною
денною мовний словник грецька, денною грецькою
Переклади
- денді грецькою - δανδής, dandy, δανδή, φιλάρεσκος, πρώτης τάξεως
- денний грецькою - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
- денної грецькою - Πλήρης απασχόληση, πλήρους απασχόλησης, πλήρη χρόνο, με πλήρη απασχόληση, Κατά πλήρη χρόνο
- денній грецькою - πλήρους απασχόλησης, με πλήρες ωράριο, πλήρη απασχόληση, πλήρους, πλήρες ωράριο
Випадкові слова
Денною грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πλήρους απασχόλησης, με πλήρες ωράριο, πλήρη απασχόληση, πλήρους, πλήρες ωράριο
Переклади: πλήρους απασχόλησης, με πλήρες ωράριο, πλήρη απασχόληση, πλήρους, πλήρες ωράριο