Дивуйте грецькою
Переклад: дивуйте, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αποβλακώνω, έκπληξη, έκπληξή, αποτελεί έκπληξη, έκπληξης, την έκπληξή
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: дивуйте
дивуйте мовний словник грецька, дивуйте грецькою
Переклади
- дивовижний грецькою - καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό, εκπληκτικό, εκπληκτική
- дивувати грецькою - έκπληξη, εκπλήσσω, αποβλακώνω, αποσβολώνω, ξαφνιάζω, έκπληξή, αποτελεί έκπληξη, ...
- дивується грецькою - υπέροχος, θαυμάσιος, θαύματα, αναρωτιέται, αξιοθέατα, διερωτάται, τα θαύματα
- дивіденд грецькою - μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
Випадкові слова
Дивуйте грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αποβλακώνω, έκπληξη, έκπληξή, αποτελεί έκπληξη, έκπληξης, την έκπληξή
Переклади: αποβλακώνω, έκπληξη, έκπληξή, αποτελεί έκπληξη, έκπληξης, την έκπληξή