Дилетантський грецькою

Переклад: дилетантський, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ερασιτεχνικός, ερασιτεχνικού, ερασιτεχνική, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνικά
Дилетантський грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: дилетантський

дилетантський мовний словник грецька, дилетантський грецькою

Переклади

  • дилетант грецькою - ερασιτέχνης, ερασιτεχνικός, ερασιτέχνες, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
  • дилетантство грецькою - απειροτεχνία, ντιλλεταντισμό, ερασιτεχνισμό, το ντιλλεταντισμό
  • диліжанс грецькою - επιμέλεια, φιλοτεχνία, άμαξα, ταχυδρομική άμαξα, ταχυδρομικών αμαξών, ταχυδρομική άμαξα της, άμαξα που εκτελούσε
  • дим грецькою - καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Випадкові слова
Дилетантський грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ερασιτεχνικός, ερασιτεχνικού, ερασιτεχνική, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνικά