Дисонуючий грецькою
Переклад: дисонуючий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
παράφωνος, παράφωνες, ασύμφωνος, διάφωνα, παράφωνο
Інші мови
Споріднені слова: дисонуючий
дисонуючий мовний словник грецька, дисонуючий грецькою
Переклади
- дискутується грецькою - σφουγγαρίζω, σφουγγαρίστρα, συζητήθηκαν, συζητηθεί, συζητούνται, συζητήθηκε, συζήτησε
- дисонанс грецькою - διχόνοια, χασμωδία, ασυμφωνία, παραφωνία, ασυμφωνίας, δυσαρμονία, dissonance
- диспансер грецькою - ιατρείο, φαρμακείου, φαρμακευτικό εργαστήριο, ιατρείο του, υγειονομικού κέντρου
- дисперсія грецькою - διασπορά, διακύμανση, διακύμανσης, διασποράς, αντίθεση, απόκλιση
Випадкові слова
Дисонуючий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: παράφωνος, παράφωνες, ασύμφωνος, διάφωνα, παράφωνο
Переклади: παράφωνος, παράφωνες, ασύμφωνος, διάφωνα, παράφωνο