Добробут грецькою
Переклад: добробут, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πλούτος, ευημερία, καλή διαβίωση, καλή διαβίωση των, την καλή διαβίωση, καλή μεταχείριση των
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: добробут
добробут врачи, добробут клиника, добробут та захист, добробут донецк, добробут киев, добробут мовний словник грецька, добробут грецькою
Переклади
- добриво грецькою - δέσιμο, κοπριά, λίπασμα, λιπασμάτων, λιπάσματος, λιπάσματα, των λιπασμάτων
- добрий грецькою - αγαθός, ευγενικός, ήπιος, πρόσχαρος, πράος, απαλός, καλός, ...
- добровольці грецькою - εθελοντές, εθελοντών, τους εθελοντές, των εθελοντών, οι εθελοντές
- добровільний грецькою - εκών, εθελοντικός, εθελοντική, εθελοντικές, εθελοντικής, εθελοντικών
Випадкові слова
Добробут грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πλούτος, ευημερία, καλή διαβίωση, καλή διαβίωση των, την καλή διαβίωση, καλή μεταχείριση των
Переклади: πλούτος, ευημερία, καλή διαβίωση, καλή διαβίωση των, την καλή διαβίωση, καλή μεταχείριση των