Довід грецькою
Переклад: довід, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επιχείρημα, διαφωνία, λογομαχία, γιαρμάς, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη
Інші мови
Споріднені слова: довід
довід доказ, довід це, мій родовід, довід мовний словник грецька, довід грецькою
Переклади
- доводить грецькою - προνοώ, παρέχω, παραστάσεις, δείχνει, επιδείξεις, εκπομπές, παρουσιάζει
- доволі грецькою - αρκετά, δίκαια, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
- довідатися грецькою - ακούω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
- довідки грецькою - φιλοπερίεργος, Βοήθεια, βοηθήσει, Βοηθήστε, να βοηθήσει, Βοήθειας
Випадкові слова
Довід грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επιχείρημα, διαφωνία, λογομαχία, γιαρμάς, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη
Переклади: επιχείρημα, διαφωνία, λογομαχία, γιαρμάς, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη