Додаток грецькою
Переклад: додаток, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συμπληρώνω, προσχώρηση, απόκτημα, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, ένταξη, κορυφογραμμή, παράρτημα, άνοδος, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: додаток
додаток до річного плану закупівель, додаток до диплому, додаток до диплома європейського зразка, додаток 4, додаток це, додаток мовний словник грецька, додаток грецькою
Переклади
- додатковий грецькою - συμπληρωματικός, μονός, περαιτέρω, μακρύτερος, πρόσθετος, επιπρόσθετος, παρείσακτος, ...
- додатково грецькою - Επιπλέον, επιπροσθέτως, Επιπρόσθετα, επί πλέον, επιπλέον να
- додекаедр грецькою - δωδεκάεδρο, δωδεκαέδρου, δωδεκάεδρα, δωδεκαέδρων, δωδεκάεδρου
- додержання грецькою - παρακολούθηση, παρατηρητικότητα, εμμονή, τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, τήρησης, ...
Випадкові слова
Додаток грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συμπληρώνω, προσχώρηση, απόκτημα, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, ένταξη, κορυφογραμμή, παράρτημα, άνοδος, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
Переклади: συμπληρώνω, προσχώρηση, απόκτημα, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, ένταξη, κορυφογραμμή, παράρτημα, άνοδος, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης