Дозволяти грецькою
Переклад: дозволяти, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
άδεια, υποτροφία, υποφέρω, επίδομα, παθαίνω, ανέχομαι, επιτρέπω, χορηγώ, πάσχω, επιχορηγώ, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: дозволяти
синоним дозволяти, дозволяти синоніми, дозволяти давати змогу, дозволяти переклад, дозволяти англ, дозволяти мовний словник грецька, дозволяти грецькою
Переклади
- дозволити грецькою - υποτροφία, επιχορηγώ, επίδομα, επιτρέπω, χορηγώ, άδεια, αφήνω, ...
- дозвольте грецькою - επιτρέπω, αφήνω, ας, αφήστε, αφήσει, επιτρέψτε, αφήσουμε
- дозвіл грецькою - άδεια, κύρωση, διάλυμα, λύση, επιτρέπω, επικυρώνω, άδειας, ...
- дозвільний грецькою - σιγανός, οκνηρός, άχρηστος, μάταιος, αργός, ήταν περιττή
Випадкові слова
Дозволяти грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: άδεια, υποτροφία, υποφέρω, επίδομα, παθαίνω, ανέχομαι, επιτρέπω, χορηγώ, πάσχω, επιχορηγώ, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Переклади: άδεια, υποτροφία, υποφέρω, επίδομα, παθαίνω, ανέχομαι, επιτρέπω, χορηγώ, πάσχω, επιχορηγώ, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει