Доконечно грецькою
Переклад: доконечно, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
απαραίτητα, σίγουρα, επειγόντως, επείγουσα, κατεπειγόντως, άμεσα, επιτακτική
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: доконечно
доконечно мовний словник грецька, доконечно грецькою
Переклади
- докладно грецькою - ιδίως, εκτεταμένα, ειδικά, ικανοποιητικά, στενά, στενή, εκ του σύνεγγυς, ...
- докладність грецькою - επιμέλεια, ακρίβεια, πληρότητα, την πληρότητα, διεξοδικότητα
- доконче грецькою - δεινή, τρομερές, τρομερή, ολέθριες, απόλυτη
- докори грецькою - μαστίγωμα, λουρί, πρόσδεση, πρόσδεσης, δεσίματος
Випадкові слова
Доконечно грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: απαραίτητα, σίγουρα, επειγόντως, επείγουσα, κατεπειγόντως, άμεσα, επιτακτική
Переклади: απαραίτητα, σίγουρα, επειγόντως, επείγουσα, κατεπειγόντως, άμεσα, επιτακτική