Дольовий грецькою
Переклад: дольовий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, δικαιοσύνη, ίδια κεφάλαια, ιδίων κεφαλαίων, μετοχών, καθαρής θέσης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: дольовий
дольовий метод, дольовий мовний словник грецька, дольовий грецькою
Переклади
- долоню грецькою - τραπέζι, πίνακας, παλάμη, παλάμης, φοίνικα, φοίνικες, φοινικέλαιο
- долоня грецькою - τραπέζι, πίνακας, φοίνικας, παλάμη, παλάμης, φοίνικα, φοίνικες, ...
- доля грецькою - ευτυχία, μοιράζομαι, μοίρα, κλήρος, φίλημα, μοιράζω, θύμα, ...
- долі грецькою - τυχερός, μοίρα, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα
Випадкові слова
Дольовий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, δικαιοσύνη, ίδια κεφάλαια, ιδίων κεφαλαίων, μετοχών, καθαρής θέσης
Переклади: κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, δικαιοσύνη, ίδια κεφάλαια, ιδίων κεφαλαίων, μετοχών, καθαρής θέσης