Доречність грецькою
Переклад: доречність, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ταλέντο, ικανότητα, προτέρημα, καταλληλότητα, κλίση, σχετικός, συνάφεια, ενδιαφέρον, ενδιαφέρον για, παρουσιάζει ενδιαφέρον, παρουσιάζει ενδιαφέρον για
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: доречність
точність фахового мовлення, доречність мовлення це, доречність мовлення, доречність мовлення та його типи, доречність мови це, доречність мовний словник грецька, доречність грецькою
Переклади
- дорадчий грецькою - σπασμωδικός, συμβουλευτικός, συμβουλευτική, συμβουλευτικής, συμβουλευτικών, συμβουλευτικές
- доречний грецькою - ταιριαστός, συνετό, αξιοπιστία, συνετός, χαϊδεύω, σταθερότητα, κατάλληλος, ...
- дорзальний грецькою - ράχης, ραχιαίο, ραχιαία, ραχιαίας, ραχιαίου
- доробка грецькою - ξαναγράφω, ολοκλήρωση, συμπλήρωση, την ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, υλοποίηση
Випадкові слова
Доречність грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ταλέντο, ικανότητα, προτέρημα, καταλληλότητα, κλίση, σχετικός, συνάφεια, ενδιαφέρον, ενδιαφέρον για, παρουσιάζει ενδιαφέρον, παρουσιάζει ενδιαφέρον για
Переклади: ταλέντο, ικανότητα, προτέρημα, καταλληλότητα, κλίση, σχετικός, συνάφεια, ενδιαφέρον, ενδιαφέρον για, παρουσιάζει ενδιαφέρον, παρουσιάζει ενδιαφέρον για