Дошкульний грецькою

Переклад: дошкульний, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ευπαθής, υπόλοιπος, επιδεικτικός, εύθικτος, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, λογικός, ανυπόφορος, αφόρητη, ανυπόφορη, απαράδεκτες, ανεπίτρεπτη
Дошкульний грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: дошкульний

дошкульний це, дошкульний мовний словник грецька, дошкульний грецькою

Переклади

  • дошка грецькою - τραπέζι, πίνακας, χαρτόνι, σανίδα, επιτροπή, σκάφους, του σκάφους
  • дошки грецькою - σανίδωμα, πίνακες, συμβούλια, σανίδες, πλακέτες, σανίδων
  • дошкуляти грецькою - τριβελίζω, ενοχλώ, βασανίζω, άσκηση συνεχούς, ταλαιπωρούν, παιδεύω
  • дощечка грецькою - δισκίο, ταμπλέτα, δισκίου, δισκίων, tablet
Випадкові слова
Дошкульний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ευπαθής, υπόλοιπος, επιδεικτικός, εύθικτος, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, λογικός, ανυπόφορος, αφόρητη, ανυπόφορη, απαράδεκτες, ανεπίτρεπτη