Дужий грецькою

Переклад: дужий, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αυστηρός, οξύς, βραχνός, οξυδερκής, έντονος, γερός, άγριος, ρωμαλέος, μανιασμένος, δύσκολος, τραχύς, θηριώδης, σοβαρός, ισχυρός, σκληρός, ανθεκτικός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
Дужий грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: дужий

дужий кремезний, дужий алексей, дужий игорь дмитриевич, дужий самсон, дужий вячеслав игоревич, дужий мовний словник грецька, дужий грецькою

Переклади

  • дуже грецькою - ιδίως, θερμά, επίσης, ειδικά, πολύ, τίποτα, ιδιαίτερα, ...
  • дуже-дуже грецькою - ειδικά, πολύ, ιδίως, μενεξές, επίσης, υπερβολικά, εξαιρετικά, ...
  • дужка грецькою - κύριος, τράβηγμα, συνδετήρας, αυτί, αγκύλη, βασικός, κυδώνι, ...
  • дукат грецькою - δουκάτο νόμισμα, Ducat, δουκάτο, Δουκάτου, δουκάτο καταλύεται
Випадкові слова
Дужий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αυστηρός, οξύς, βραχνός, οξυδερκής, έντονος, γερός, άγριος, ρωμαλέος, μανιασμένος, δύσκολος, τραχύς, θηριώδης, σοβαρός, ισχυρός, σκληρός, ανθεκτικός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές