Еволюціонувати грецькою
Переклад: еволюціонувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, εξελίσσονται, εξελιχθεί, εξελίσσεται, εξελιχθούν, να εξελιχθεί
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: еволюціонувати
еволюціонувати вікіпедія, еволюціонувати мовний словник грецька, еволюціонувати грецькою
Переклади
- евкаліпт грецькою - ευκάλυπτος, ευκαλύπτου, ευκάλυπτο, ευκαλύπτων, ευκαλύπτους
- еволюційний грецькою - εξελικτικός, εξελικτική, εξελικτικής, εξελικτικό, εξελικτικές, εξελικτικά
- еволюціоніст грецькою - πιστεύων στην θεωρία της εξέλιξης, εξελικτικός, εξελικτής, στην θεωρία της εξέλιξης, evolutionist
- евфемізм грецькою - ευφημισμός, ευφημισμό, ευφημισμού, ο ευφημισμός
Випадкові слова
Еволюціонувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, εξελίσσονται, εξελιχθεί, εξελίσσεται, εξελιχθούν, να εξελιχθεί
Переклади: αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, εξελίσσονται, εξελιχθεί, εξελίσσεται, εξελιχθούν, να εξελιχθεί