Етнолог грецькою
Переклад: етнолог, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εθνολόγος, εθνολόγου, εθνολόγος της, εθνολογικοί, εθνολόγο
Інші мови
Споріднені слова: етнолог
етнолог работа, етнолог це, етнолог вікіпедія, етнолог ру, дипломиран етнолог, етнолог мовний словник грецька, етнолог грецькою
Переклади
- етнографічний грецькою - εθνογραφικός, εθνογραφικό, εθνογραφική, εθνογραφικές, εθνογραφικά
- етнографія грецькою - εθνογραφία, εθνογραφίας, η εθνογραφία, την εθνογραφία, ηθογραφία
- етнологічний грецькою - εθνολογικός, Εθνολογικό, εθνολογική, εθνολογικής, εθνολογικά
- етнологія грецькою - εθνολογία, Εθνολογίας, την εθνολογία, η εθνολογία, η Εθνολογία έχει
Випадкові слова
Етнолог грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εθνολόγος, εθνολόγου, εθνολόγος της, εθνολογικοί, εθνολόγο
Переклади: εθνολόγος, εθνολόγου, εθνολόγος της, εθνολογικοί, εθνολόγο