Ефемерний грецькою
Переклад: ефемерний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εφήμερος, εφήμερη, εφήμερο, εφήμερες, εφήμερα
Інші мови
Споріднені слова: ефемерний
ефемерний тлумачний словник, ефемерний значення слова, ефемерний тлумачний, ефемерний синонім, ефемерний це, ефемерний мовний словник грецька, ефемерний грецькою
Переклади
- ефективність грецькою - αποτελεσματικότητα, κραταιός, αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητας, την αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητά, της αποτελεσματικότητας
- ефектний грецькою - δραματικός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές
- ефес грецькою - κοφίνι, πανέρι, καλάθι, λαβή ξίφους, λαβή, λαιμό, hilt, ...
- ж грецькою - ξανά, όμως, αν, πάλι, εάν, ίδιο, ίδια, ...
Випадкові слова
Ефемерний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εφήμερος, εφήμερη, εφήμερο, εφήμερες, εφήμερα
Переклади: εφήμερος, εφήμερη, εφήμερο, εφήμερες, εφήμερα