Журливо грецькою
Переклад: журливо, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, λυπημένο
Інші мови
Споріднені слова: журливо
журливо мовний словник грецька, журливо грецькою
Переклади
- журавель грецькою - σαρώνω, καμπύλη, σκουπίζω, σκιά, γερανός, γερανού, γερανό, ...
- журливий грецькою - ζοφερός, σοβαρός, θλιβερός, λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, ...
- журнали грецькою - ταξίδι, ταξιδεύω, περιοδικά, περιοδικών, εφημερίδες, επιστημονικά περιοδικά, τα περιοδικά
- журналу грецькою - συνεργάτης, περιοδικό, Magazine, περιοδικού, το περιοδικό, γεμιστήρα
Випадкові слова
Журливо грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, λυπημένο
Переклади: λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, λυπημένο