З'єднаний грецькою
Переклад: з'єднаний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μεταβατικός, κλίνω, σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: з'єднаний
з єднаний, з'єднаний мовний словник грецька, з'єднаний грецькою
Переклади
- з'ясувати грецькою - διαπιστώνω, εξακριβώνω, μάθετε, να μάθετε, βρείτε, ανακαλύψει, ανακαλύψετε
- з'єднайтеся грецькою - συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
- з'єднання грецькою - σωματειακός, ρεπόρτερ, δεσμευτικός, δημοσιογράφος, ένωση, δέσιμο, σύνδεσμος, ...
- з'єднати грецькою - συνορεύω, γειτονεύω, εφάπτομαι, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, ...
Випадкові слова
З'єднаний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μεταβατικός, κλίνω, σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται
Переклади: μεταβατικός, κλίνω, σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται