Завмирати грецькою
Переклад: завмирати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
να παραμείνει σε ακινησία, σταθεί ακόμα, στέκονται ακόμα, παραμείνει σε ακινησία, παραμείνετε ακίνητος
Інші мови
Споріднені слова: завмирати
завмирати серцем, завмирати мовний словник грецька, завмирати грецькою
Переклади
- завитий грецькою - μάρτιος, βαδίζω, περμανάντ, permed, με περμανάντ, μαλλιά με περμανάντ
- завиток грецькою - αναπηδώ, μπούκλα, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
- завод грецькою - ατελιέ, εργοστάσιο, φυτό, φυτών, φυτού, φυτικών
- завойовник грецькою - κατακτητής, κατακτητή, νικητής, πορθητής, του κατακτητή
Випадкові слова
Завмирати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: να παραμείνει σε ακινησία, σταθεί ακόμα, στέκονται ακόμα, παραμείνει σε ακινησία, παραμείνετε ακίνητος
Переклади: να παραμείνει σε ακινησία, σταθεί ακόμα, στέκονται ακόμα, παραμείνει σε ακινησία, παραμείνετε ακίνητος